- δυσλεξία
- Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά.
Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο αφού το παιδί έχει διδαχθεί για αρκετό καιρό ανάγνωση και γραφή. Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει πνευματική υστέρηση, αφού έχει παρατηρηθεί ότι πολλά δυσλεκτικά άτομα αντισταθμίζουν τη μαθησιακή αυτή δυσκολία με εντυπωσιακές επιδόσεις στις καλές τέχνες και στις φυσικές επιστήμες. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό δυσλεκτικών ατόμων ανέρχεται στο 5% του πληθυσμού.
Τα δυσλεκτικά άτομα εμφανίζουν χαρακτηριστική δυσκολία στην ανάγνωση (διαβάζουν συλλαβιστά, είναι πιθανό να παραλείπουν, να αντικαθιστούν ή να αντιμεταθέτουν λέξεις, συλλαβές ή γράμματα του κειμένου). Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως εντοπίζεται στην ελλιπή κατανόηση του κειμένου, το οποίο όμως μπορούν να κατανοήσουν πλήρως αν τους το διαβάσει κάποιος τρίτος.
Κατά τη γραφή, είναι εμφανής η κακογραφία, η κατάργηση σημείων στίξης και τα πολλά ορθογραφικά λάθη, ακόμη και σε στοιχειώδεις λέξεις. Συχνά επίσης γίνεται αντικατάσταση ή αντιμετάθεση γραμμάτων (λ αντί για ρ και αντιστρόφως), συλλαβών ή λέξεων.
Όσον αφορά τα μαθηματικά, οι δυσκολίες είναι μάλλον μικρότερες και αφορούν την εκμάθηση του πολλαπλασιασμού και την αναγνώριση των μαθηματικών συμβόλων των τεσσάρων πράξεων.
Άλλα συμπτώματα της δ. στη γενικότερη συμπεριφορά του ατόμου είναι η έλλειψη οργανωτικής ικανότητας και προγραμματισμού και η δυσκολία στον προσανατολισμό και στην αίσθηση του χώρου.
Η δ. είναι εγγενής και τα συμπτώματά της παρουσιάζονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Τα αίτιά της είναι άγνωστα, έχει παρατηρηθεί όμως ότι σε αρκετές περιπτώσεις οφείλονται σε κληρονομικότητα. Κρίσιμο στοιχείο για την μαθησιακή πορεία του δυσλεκτικού ατόμου είναι η έγκαιρη διάγνωση της διαταραχής, έτσι ώστε να προσαρμοστεί κατάλληλα ο τρόπος μελέτης και εξέτασης του μαθητή και να παρακαμφθούν τα εμπόδια που συνεπάγεται η δ.
* * *ηδιαταραχή στην ανάγνωση κατά την οποία δεν μπορεί να διαβάσει κάποιος για πολύ και συνεχώς.
Dictionary of Greek. 2013.